- προέλαβον
- προέλαβον s. προλαμβάνω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
προέλαβον — προλαμβάνω take aor ind act 3rd pl προέλαβον , προλαμβάνω take aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προὔλαβον — προέλαβον , προλαμβάνω take aor ind act 3rd pl προέλαβον , προλαμβάνω take aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προύλαβον — προέλαβον , προλαμβάνω take aor ind act 3rd pl προέλαβον , προλαμβάνω take aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)